κεραμιδοκόμματο

κεραμιδοκόμματο
το
κομμάτι από κεραμίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεραμιδοκόμματο — το κομμάτι, θραύσμα κεραμιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + κόμματο (< κομμάτι), πρβλ. λεμονο κόμματο, ξερο κόμματο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”